ζωδαριον

ζωδαριον
    ζῳδάριον
    (ᾰ) τό крохотное животное, букашка, козявка Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζωδαριον" в других словарях:

  • ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ζῳδάριον — animalcule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδαρίου — ζῳδάριον animalcule neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδαρίων — ζῳδάριον animalcule neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδαρίῳ — ζῳδάριον animalcule neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳδάρια — ζῳδάριον animalcule neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»